Ενημέρωση των συναδέλφων σε δομές αντιμετώπισης των εξαρτήσεων αναφορικά με την Ομάδα Εργασίας για την επεξεργασία πρότασης διαμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου των Κέντρων Πρόληψης – Μέρος Β΄

Σωματείο_logo_κόκκινο

7 Ιουνίου 2017

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ

Πέρασμα σε νέο κύκλο μέσα από «δύο πορίσματα» – Μέρος Β΄

Συνάδελφοι στις δομές αντιμετώπισης των εξαρτήσεων,

Σε συνέχεια του Α΄ Μέρους, σας στέλνουμε αναλυτικότερα εντυπώσεις μας από την ομάδα εργασίας για το θεσμικό πλαίσιο των Κέντρων Πρόληψης. Το βασικό γνώρισμα της ομάδας εργασίας ήταν το πολύ χαμηλό επίπεδό της, συγκριτικά με το σημείο στο οποίο εμείς θέταμε και θέτουμε τον πήχυ. Σχηματικά κατηγοριοποιούμε τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν σε δύο κατηγορίες: Α). Επιστημονικό Επίπεδο και, Β). Επίπεδο Τήρησης Διαδικασιών. Στο παρόν σημείωμα ασχολούμαστε με τα επιστημονικά ζητήματα και θα κλείσουμε με ένα σημείωμα για τα ζητήματα διαδικασιών, την επόμενη εβδομάδα.

 Α. Το πρόβλημα

Από άποψη επιστημονική, οι ελλείψεις όλων των συμμετεχόντων ήταν από μεγάλες έως τεράστιες. Αναφερόμαστε πάντοτε στο πεδίο της Πρόληψης των εξαρτήσεων και της προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας, πολύ συγκεκριμένα.

Με το 1011/23.01.2017 διαβιβαστικό έγγραφό μας αποστείλαμε εκ νέου, συγκεντρωτικά, ένα σύνολο 48 εγγράφων που είχαμε καταθέσει στην ομάδα εργασίας, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο μας έκτασης 178 σελίδων με εκτενέστατη παραπομπή σε βιβλιογραφία. Ουσιαστικά «σώσαμε» τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της ομάδας εργασίας.

Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Υγείας κατέθεσαν συνολικά γύρω στα 10 έγγραφα.

Ο εκπρόσωπος του Ο.ΚΑ.ΝΑ. κατέθεσε τρία έγγραφα, ένα εκ των οποίων δεν ήταν καν του ΟΚΑΝΑ αλλά του Δικτύου Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων – ενός εργοδοτικού φορέα που δεν είχε καν συσταθεί όταν έστειλε το έγγραφό του στην ομάδα εργασίας μέσω του εκπροσώπου του Ο.ΚΑ.ΝΑ.: με αυτό ζητούσε εγγράφως να μην αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο των Κέντρων Πρόληψης, καθώς και να κληθεί να συμμετέχει στην ομάδα εργασίας, παρότι δεν είχε καν νομική υπόσταση.

Ο εκπρόσωπος της Κ.Ε.Δ.Ε. κατέθεσε δύο έγγραφα. Ο εκπρόσωπος της ΕΝ.Π.Ε. ένα έγγραφο.

Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ποσοτικό όσο ποιοτικό: Απόψεις πρόχειρες και ατεκμηρίωτες, χωρίς πηγές από τη βιβλιογραφία της πρόληψης και της κοινοτικής δουλειάς, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, χωρίς προτάσεις για βελτίωση της πρόληψης στην κοινότητα. Σχεδόν κανείς δεν είχε το βλέμμα στραμμένο στο πώς θα συγκροτηθεί ένα λειτουργικό πλαίσιο ώστε να προσφέρουν τα Κέντρα Πρόληψης και να αναπτυχθεί η πρόληψη στην Ελλάδα.

Στον αντίποδα βρισκόταν η δική μας δουλειά, μεθοδική, πλούσια και τεκμηριωμένη – γεγονός που προκάλεσε αμηχανία και εκνευρισμό. Η αδικαιολόγητη αυτή αντίδραση αναδεικνύει, ακριβώς, μια προτεραία άγνοια και υποτίμηση της πρόληψης, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τέλους. Το χειρότερο, δηλαδή, ήταν ότι οι περισσότεροι δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τις ελλείψεις τους ως κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην θέλουν να καταλάβουν τις επιστημονικές θέσεις μας, αλλά και να μην επιτρέπουν να ακουστούν, καθώς και να προσπαθούν να επιβάλουν (συντηρητικές) ιδεολογικοπολιτικές επιλογές ως (συντηρητικές) επιστημονικές θέσεις.

Εξαιρέσεις σε αυτό το κλίμα: Ένας από τους εκπροσώπους του Υπουργείου Υγείας, ο εκπρόσωπος της Ε.Ε.Τ.Α.Α. και ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών (για όσον καιρό συμμετείχε). Αυτοί, χωρίς να υποδύονται τους γνώστες σε ζητήματα Πρόληψης, άκουγαν τις θέσεις μας, μάλιστα με ένα προωθητικά κριτικό τρόπο, και ανέπτυσσαν γόνιμους προβληματισμούς από την οπτική των δικών τους επιστημονικών πεδίων και της δικής τους εργασιακής εμπειρίας.

Β. Μετάλλαξη της πρόληψης σε «θεραπευτικό εργαλείο»

Πού, όμως, ήταν στραμμένα τα βλέμματα;

Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Υγείας είχαν το βλέμμα στο πώς θα μπορέσουν τα Κέντρα Πρόληψης να «διασυνδεθούν» με την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, συρρικνωμένα σε «πύλες εισόδου».

Ο Ο.ΚΑ.ΝΑ. είχε το βλέμμα στο πώς μέσα σε αυτή τη «γραμμή» των εκπροσώπων του Υπουργείου Υγείας θα «ισχυροποιηθεί» ο Ο.ΚΑ.ΝΑ., συρρικνώνοντας την πρόληψη σε παροχή «συμβουλευτικής» και τα Κέντρα Πρόληψης σε βραχίονα της υποκατάστασης. Δεν ενδιαφερόταν τόσο για το αν θα «απορροφήσει» τα Κέντρα Πρόληψης θεσμικά (άλλωστε κρατούσε εξόφθαλμα «ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας» με μερίδα προέδρων Κέντρων Πρόληψης που δεν θέλουν να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο) όσο για το να παίξει έναν ηγεμονικό ρόλο γύρω από αυτά σε κάθε περίπτωση, με «κλινικοποίηση» του έργου τους. Όταν έλειπε ο εκπρόσωπος της Κ.Ε.Δ.Ε., ο εκπρόσωπος του ΟΚΑΝΑ έριχνε το ανάθεμα στην αυτοδιοίκηση, όταν ο εκπρόσωπος της Κ.Ε.Δ.Ε. ήταν παρών, «μαζευόταν». Ο Ο.ΚΑ.ΝΑ., για μια ακόμα φορά, είχε την πιο ασταθή και δίγλωσση παρουσία.

Η Κ.Ε.Δ.Ε. είχε το βλέμμα στο πώς θα «συντηρηθεί» η όποια ισχύς της αυτοδιοίκησης, δίχως να διαταραχθούν οι ισορροπίες της με τον ΟΚΑΝΑ – χρεώνοντας τα προβλήματα του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου (π.χ. μικροπολιτικές και άλλες παρεμβάσεις στο επιστημονικό έργο) σε «5-10 περιπτώσεις Κέντρων Πρόληψης» και στο ότι «ο ΟΚΑΝΑ δεν συνεργάστηκε όσο μπορεί». Πρότεινε, στο δια ταύτα, τη διατήρηση του θεσμικού καθεστώτος των 67 αστικών εταιρειών «με βελτιώσεις» εκ μέρους του συνεργάτη ΟΚΑΝΑ, τις οποίες δεν κατέθεσε εγγράφως, ούτε παρουσίασε προφορικά όταν απευθύναμε στον εκπρόσωπό της σχετικές ερωτήσεις.

Ο εκπρόσωπος της ΕΝ.Π.Ε. προσπάθησε να κάνει μια σύνθεση όλων αυτών -δική του, όχι του φορέα του-, η οποία κατέληγε στη διατήρηση των αστικών εταιρειών και την ένταξή τους, ως έχουν, στις ΤΕΨΥ. Με άλλα λόγια, πρόκρινε τη συντήρηση της σημερινής γραφειοκρατίας, με προσθήκη σε αυτή ενός επιπλέον επιπέδου γραφειοκρατίας σε ένα καθετοποιημένο σχήμα.

Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Υγείας -πλην της εξαίρεσης που αναφέραμε-, ο Ο.ΚΑ.ΝΑ. και ο εκπρόσωπος της ΕΝ.Π.Ε., παρά τις δευτερεύουσες διαφορές μεταξύ τους, στοιχίζονταν γύρω από μια ενιαία «γραμμή»: πως η βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην επικεντρωμένη και την ενδεδειγμένη πρόληψη, αντί της καθολικής. Με άλλα λόγια, να υπάρξει μια μετατόπιση από την πρόληψη ως δουλειά στην κοινότητα, με την κοινότητα, για την κοινότητα, στη «συμβουλευτική» ατόμων και μικρών ομάδων με το βλέμμα σε ένα «σύστημα» θεραπειοκεντρικό, ατομοκεντρικό και «ευαλωτοκεντρικό».

Σημαντική σημείωση: Η δική μας θέση καθ’ όλη τη διάρκεια της ομάδας εργασίας ήταν ότι τα Κέντρα Πρόληψης ήδη σχεδιάζουν και υλοποιούν παρεμβάσεις και στα τρία «επίπεδα πρόληψης»: καθολική, επικεντρωμένη, ενδεδειγμένη. Ότι, ωστόσο, η εστίαση εδώ και 20 χρόνια είναι στην καθολική πρόληψη (γεγονός που επέφερε την επιβράβευση από το EMCDDA). Ότι η εστίαση είναι τάξης ποιότητας και όχι τάξης ποσότητας (δηλαδή δεν μιλάμε για σχήματα τύπου, λ.χ., 50% καθολική και από 25% τα άλλα δύο επίπεδα, αλλά για φιλοσοφία και αντίληψη). Και ότι η εστίαση αυτή οφείλει να εμβαθύνει ειδικά στην εποχή μας, που απαιτεί ανασυγκρότηση των κοινωνικών δεσμών για καλύτερη αντιμετώπιση των κρισιακών συνθηκών.

Γ. Η «μέθοδος» (και η μεθόδευση)

Η στήριξη της θέσης για «αποχώρηση από την καθολική πρόληψη» επιχειρήθηκε σε μια επιλεκτική σταχυολόγηση δύο μόνο, ουσιαστικά, κειμένων βιβλιογραφίας:
– του International Standards of Drug Use Prevention (2015), UNODC (έκτασης 48 σελίδων) που συνιστά μεν κείμενο πολιτικό, αλλά διαπνέεται από επιστημονικότητα και,
– της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Ναρκωτικά 2013-2020 (έκτασης 18 σελίδων) που συνιστά κείμενο «σκληρά» πολιτικό, δίχως επιστημονικότητα.

Τα δύο αυτά κείμενα αναφέρθηκαν ως παραπομπές στο σχέδιο του Πορίσματος της ομάδας εργασίας, που στάλθηκε με ένα email της γραμματέως της ομάδας εργασίας, στις 12.01.2017.

Όσον αφορά το πρώτο κείμενο, του ΟΗΕ, αναφέρει ότι:
α). Υπάρχουν μονάχα «ενδείξεις» και όχι αποδείξεις για όσα ακολουθούν στις σελίδες 8 και εφ’ εξής (βλ. σελ. 4).
β). «Η πλειοψηφία των επιστημονικών εργασιών [που αναφέρονται] προέρχονται από μια χούφτα χωρών της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ωκεανίας, με υψηλά εισοδήματα» (βλ. σελ. 3).
γ). Επιπλέον, οι τέτοιες επιστημονικές εργασίες αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα ναρκωτικά, ελάχιστα «άλλες ψυχοδραστικές ουσίες, όπως το αλκοόλ, ο καπνός και τα εισπνεόμενα» και καθόλου τις υπόλοιπες μορφές εξάρτησης (βλ. σελ 3).
δ). Τα στοιχεία/«διεθνείς προδιαγραφές» προέρχονται από εργαστηριακού τύπου κλινικές έρευνες και τις μετα-αναλύσεις τους (βλ. σελ. 5).
ε). «Η ποιότητα αυτών των ερευνών δεν είναι ίδια με την πραγματική πιθανή επίπτωση της παρέμβασης ή της ασκούμενης πολιτικής» (βλ. σελ. 6).
στ). «Πρέπει εμφατικά να σημειωθεί ότι [αυτά] είναι καθαρά ενδεικτικά και δεν πρέπει να κατανοηθούν ως υποδηλωτικά μιας κανονιστικού τύπου σύστασης, σε καμία περίπτωση» (βλ. σελ. 6).
ζ). Στον πίνακα Ι, όπου γίνεται μια «σύνοψη παρεμβάσεων και πολιτικών που έχουν δείξει πως αποδίδουν θετικά αποτελέσματα πρόληψης της χρήσης ουσιών» (βλ. σελ. 8-10) η καθολική πρόληψη κυριαρχεί στις τέσσερις από τις πέντε ομαδοποιημένες κατηγορίες παρεμβάσεων: Οικογένεια, Σχολείο, Κοινότητα, Εργασιακοί Χώροι.

Κανένα από αυτά δεν αναφέρεται από τους συντάκτες του πορίσματος, που τελικά επιλέγουν την εξής μονάχα αναφορά, αποκομμένη από το συνολικότερο πνεύμα του κειμένου: «οι στρατηγικές πρόληψης που εφαρμόζονται, χρειάζεται συνεχώς να εξελίσσονται, να παρακολουθούνται και να αξιολογούνται στη βάση ερευνητικών δεδομένων και κλινικής πρακτικής».

Όσον αφορά το κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποτελεί επιστημονικό τεκμήριο, αλλά πολιτικό κείμενο, μάλιστα έντονα ιδεολογικής (νεοφιλελεύθερης) κοπής. Αναφέρει ότι:
α). Αφορά μονάχα τα ναρκωτικά και κανένα άλλο είδος εξάρτησης, ήδη με την επιλογή τίτλου του.
β). Από την αρχή ως το τέλος του αρθρώνει έναν «σκληρά» ιατροκεντρικό λόγο συνδέοντας, επιπλέον, το καθετί με οικονομίστικα κριτήρια – κάτι που πρέπει να εκληφθεί ως εντελώς διαφορετικό από τη σύνδεση με οικονομικά κριτήρια (βλ. ιδιαιτέρως σελ. 5, σημείο 12).
γ). Βλέπει τη μείωση της ζήτησης με επίκεντρο τη θεραπεία και αυτή ουσιαστικά ως υποκατάσταση, στοιχίζει καθετί γύρω της και γύρω από την άμεση σύνδεσή της με τους καθαρά κατασταλτικούς μηχανισμούς, κρατικούς και διακρατικούς (βλ. σελ. 7-8).
δ). Ακόμη και έτσι, πάντως, στο επίπεδο μείωσης της ζήτησης καθορίζεται πως «οι προτεραιότητες της µείωσης της ζήτησης ναρκωτικών πρέπει να λαµβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες, τις ανάγκες και τις προκλήσεις που δηµιουργεί το φαινόµενο των ναρκωτικών σε εθνικό και σε ενωσιακό επίπεδο. Είναι επιτακτική ανάγκη να προβλέπεται το κατάλληλο επίπεδο πόρων για τον σκοπό αυτό σε τοπικό, εθνικό και ενωσιακό επίπεδο» (βλ. σελ. 8).
ε). Σε κάθε περίπτωση, «το πλαίσιο, ο σκοπός και οι στόχοι αυτής της στρατηγικής θα αποτελέσουν τη βάση για δύο διαδοχικά τετραετή σχέδια δράσης της ΕΕ για τα ναρκωτικά» (βλ. σελ. 1).

Ως προς το τελευταίο σημείο, χρειάζεται να τονίσουμε ότι το πρώτο τετραετές σχέδιο δράσης (2013-2016) δεν περιλήφθηκε στη βιβλιογραφία από τους συντάκτες του πορίσματος (διαθέσιμο στο http://www.ask.org.cy/index.php/en/file/nE6OZUBA9nPGpdeP_+CepQ==/). Αν περιλαμβανόταν, θα μπορούσε κάποιος ενδιαφερόμενος να δει ότι οι προτεινόμενες παρεμβάσεις είναι παραδειγματικά αόριστες ως προς τις κατάλληλες μεθοδολογίες παρέμβασης (βλ. σελ. 3-4 του πρώτου τετραετούς), σε πλήρη αντίθεση με το κείμενο του ΟΗΕ, που χρησιμοποιείται επίσης ως βιβλιογραφία του πορίσματος.

Οι συντάκτες του πορίσματος προτίμησαν να απομονώσουν το εξής σημείο του κειμένου της Ε.Ε. (σε μετάφραση των συντακτών του πορίσματος): «τα μέτρα πρόληψης θα πρέπει να περιλαμβάνουν έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση με στόχο την προώθηση υγιεινών τρόπων ζωής στους νέους και στοχευμένη πρόληψη (επικεντρωμένη και ενδεδειγμένη) που απευθύνεται εκτός των νέων σε οικογένειες και κοινότητες.» Σημειώνουμε ότι στο κείμενο της Ε.Ε. δεν παρατίθεται καν σχετική βιβλιογραφία που να στηρίζει κάπως αυτή τη φράση.

Δ. Η πραγματικότητα και η επιστήμη καταρρίπτουν τις ιδεοληψίες

Ο λόγος αυτής της πολλαπλά αβάσιμης αναγωγής μιας ιδεολογικής διακήρυξης και πολιτικής οδηγίας σε «επιστημονικό οδηγό» είναι προφανής: ένδεια επιστημονικής τεκμηρίωσης προκειμένου να στηριχτεί η σχεδόν παθολογική διάθεση υποτίμησης της πρόληψης και ο σχεδιασμός μετασχηματισμού της πρόληψης σε υποστήριγμα της θεραπείας απεξάρτησης και της υποκατάστασης.

Προκειμένου να είναι αυτό πληρέστερα κατανοητό, σημειώνουμε ότι η πρόταση του ΟΚΑΝΑ (έκτασης μίας σελίδας) για «απορρόφηση» των Κέντρων Πρόληψης από τον εαυτό του προέβλεπε: «Ενίσχυση της Εκπαίδευσης των Στελεχών [sic] των Κέντρων Πρόληψης στην Επικεντρωμένη/Εστιασμένη Πρόληψη, με στόχο την κατάρτιση για την αποτελεσματικότερη ανταπόκριση στις ανάγκες που επιτάσσει η επικαιρότητα (Εκπαίδευση στη Συμβουλευτική)».

Η πρόληψη, βέβαια, δεν είναι ζήτημα «επικαιρότητας», αλλά ζήτημα σταθερής, μεθοδικής παρέμβασης στην κοινότητα σύμφωνα με τα πραγματικά αιτήματα που τα ζωντανά μέλη της αρθρώνουν. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του ΕΚΤΕΠΝ, λοιπόν, η παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής από τα Κέντρα Πρόληψης ως ποσοστό επί του συνολικού έργου τους κατά την περίοδο 2010-2014 διαμορφώθηκε ως εξής: 8,1% το 2010, 7,33% το 2011, 6,72% το 2012, 6,99% το 2013 και 7,8% το 2014. Δηλαδή, Μ.Ο. μιας πενταετίας βαθειάς κοινωνικής κρίσης: 7,4%. Αντίθετα, οι παρεμβάσεις καθολικής πρόληψης σε μαθητές Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, λ.χ., αυξήθηκε από το 19% στο 28,56% επί του συνόλου των παρεμβάσεων κατά την πενταετία αναφοράς.

Η κοινωνία μίλησε και αυτό που είπε στα Κέντρα Πρόληψης είναι: «Έχουμε ανάγκη από περισσότερη και καλύτερη καθολική πρόληψη».

Είναι προφανές ότι η πραγματικότητα δεν στηρίζει τους σχεδιασμούς για μετάλλαξη της πρόληψης σε υποστήριγμα της θεραπείας και της υποκατάστασης, που βιώνουν τη δική τους εσωτερική κρίση. Αντί, λοιπόν, στην ομάδα εργασίας να γίνει αποδεκτή η πραγματικότητα και να ξεκινήσει διάλογος για το πώς θα βελτιωθεί η δουλειά στην κοινότητα (συμπεριλαμβανομένης της επικεντρωμένης και ενδεδειγμένης πρόληψης όπου πραγματικά χρειάζεται), προτιμήθηκε η αναζήτηση στήριξης των σχεδιασμών σε μια πολιτική -όχι επιστημονική- ντιρεκτίβα, με παράλληλη αλλοίωση των θέσεών μας (δήθεν ότι «δεν θέλουμε επικεντρωμένη και ενδεδειγμένη πρόληψη», τη στιγμή που ήδη υλοποιούμε τέτοιες παρεμβάσεις).

Την «επιστημονικοφανή» αυτή μεθόδευση αποκρούσαμε τεκμηριωμένα, καταθέτοντας κείμενα που αντλούσαν από 16 διαφορετικές βιβλιογραφικές πηγές μεταξύ των οποίων και πρόσφατη (Απρίλιος 2016) επικαιροποίηση των «προφίλ πρόληψης» στην Ευρώπη της κρίσης, που αναφέρεται σε σειρά νέων καθολικών παρεμβάσεων πρόληψης, συγκεκριμένα στην οικογένεια. Ούτε μία από τις παραπομπές αυτές δεν χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο του πορίσματος, όπως άλλωστε καμία από τις συνολικά 176 παραπομπές του βιβλίου μας (το οποίο καταθέσαμε ως τεκμηρίωση της πρότασής μας στην ομάδα εργασίας) σε εθνική και διεθνή βιβλιογραφία.

Παρά την απόφαση της ομάδας εργασίας να συμπεριληφθούν οι έγγραφες ενστάσεις μας και παρότι εγγράφως ζητήσαμε να τοποθετηθούν σε συγκεκριμένο σημείο, με συγκεκριμένο τρόπο, τελικά αυτές παράτυπα βρέθηκαν στο τέλος του πορίσματος (έκτασης άνω των 350 σελίδων) ως «παραπομπή» απλώς σε κάποιο υπόμνημα του Σωματείου μας.

Τι έλεγε, όμως, η ΚΕΔΕ για όλα αυτά; Από τη μία πλευρά υποστήριζε ότι η έμφαση χρειάζεται να βρίσκεται στην καθολική πρόληψη, από την άλλη πρότεινε τη «διεύρυνση του ρόλου των Κέντρων Πρόληψης σε θέματα αγωγής υγείας που θα αφορούν τα σύγχρονα προβλήματα υγείας του ελληνικού πληθυσμού π.χ. παιδική παχυσαρκία, καρδιαγγειολογικά προβλήματα και προληπτικούς ελέγχους». Χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση.

Ε. Επίμετρο

Κλείνοντας, πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πρώτη συνεδρίαση της ομάδας εργασίας όλα τα παριστάμενα μέλη / εκπρόσωποι φορέων (Υπουργείο Υγείας, Υπουργείο Εσωτερικών, Ε.Ε.Τ.Α.Α., Ο.ΚΑ.ΝΑ. και Σωματείο) αναγνώρισαν το πολύ προβληματικό τού θεσμικού καθεστώτος των Κέντρων Πρόληψης, καθώς και την αναγκαιότητα αλλαγής του. Από όλες τις πλευρές ακούστηκε, μάλιστα, ότι χρειάζεται «κάτι ενιαίο» και αυτό ακούστηκε στις εκδοχές «κάτι ενιαίο», «κάτι κεντρικό», «ένας φορέας Γενικής Κυβέρνησης».

Ωστόσο, στη συνέχεια δεν έγινε καμία προσπάθεια να «χτιστεί» μια πρόταση πάνω σε αυτή τη μίνιμουμ συναίνεση, με αποτέλεσμα το απίθανο των «δύο πορισμάτων» που σας περιγράψαμε στο Α΄ Μέρος της ενημέρωσης. Αντίθετα, οι περισσότερες συνεδριάσεις της ομάδας ασχολήθηκαν -μετά από πρόταση των εκπροσώπων του Υπουργείου Υγείας- με το θέμα της σύνταξης των κριτηρίων βάσει των οποίων θα αξιολογούνταν οι κατατεθειμένες προτάσεις συγκρότησης θεσμικού πλαισίου των Κέντρων Πρόληψης. Παρόλα αυτά, καμία πρόταση -πλην αυτής του Σωματείου μας- δεν πληρούσε τα συμφωνηθέντα κριτήρια. Και κανένας φορέας δεν αξιολόγησε γραπτώς ή προφορικώς τις προτάσεις των άλλων – πλην του Σωματείου μας, που κατέθεσε εγγράφως αξιολογήσεις βάσει των κριτηρίων, τόσο για τις επίσημες προτάσεις φορέων όσο και για τις απόψεις εκπροσώπων φορέων που κατατέθηκαν ως τέτοιες (τέσσερα υπομνήματά μας, συνολικής έκτασης 38 σελίδων).

Τέλος, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι αναπτύχθηκε έντονη αντιπαράθεση γύρω από τον ορισμό δύο κριτηρίων αξιολόγησης, τα οποία τελικά δεν έγιναν αποδεκτά: α). Στην εστίαση και εμβάθυνση στην καθολική πρόληψη, που ζητούσε το Σωματείο μας (με το οποίο, πάντως, συμφώνησε η ΚΕΔΕ και είχε μια καλή στάση ο εκπρόσωπος της Ε.Ε.Τ.Α.Α.) και β). Στη μεταφορά όλων των εργαζομένων στο νέο σχήμα σε αντίστοιχη θέση και ειδικότητα, που επίσης ζητούσε το Σωματείο μας.

Η διπλή αυτή διαφωνία αναδεικνύει γλαφυρά τους σχεδιασμούς μετάλλαξης της πρόληψης.

Στο επόμενο -τελευταίο- σημείωμά μας, θα ανασκοπήσουμε τα κυριότερα επεισόδια του πολύ χαμηλού επιπέδου τήρησης διαδικασιών στην ομάδα εργασίας.

Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας, το οποίο θεωρούμε αυτονόητο εφ’ όσον διαβάσατε ως εδώ.

 

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς,
Το Δ.Σ. του Σωματείου

 

 

Σχολιάστε